μανία

μανία
μᾰνία (A), [dialect] Ion. -ιη, , ([etym.] μαίνομαι)
A madness, Hdt.6.112, Hp.Aph. 7.5, S.Ant.958 (lyr.), etc.;

πολλὴν καταγνῶναι μ. τινῶν Isoc.4.133

;

μέχρι μανίας ἡ σφοδρὰ ἡδονὴ κατέχουσα Pl.Phlb.45e

;

μανίη νοῦσος Hdt.6.75

: freq. in pl., Lex Solonis ap.D.46.14, Thgn.1231, A.Pr. 879, 1057 (both anap.), etc.
II enthusiasm, inspired frenzy,

μ. Διονύσου πάρα E.Ba.305

;

ἀπὸ Μουσῶν κατοκωχή τε καὶ μ. Pl.Phdr. 245a

; θεία μ., opp. σωφροσύνη ἀνθρωπίνη, ib.256b, cf. Prt.323b, X. Mem.1.1.16;

τῆς φιλοσόφου μ. τε καὶ βακχείας Pl.Smp.218b

.
III passion,

ἐρωτικὴ μ. Id.Phdr.265b

;

μανίην μανεὶς ἀρίστην Anacreont. 59.2

: freq. in pl., Pi.O.9.39, N.11.48, E.HF835;

ἐγγὺς μανιῶν ἐλαύνει Id.Heracl.904

(lyr.); μανίη τινός mad desire for . . , Hermesian.7.85.
------------------------------------
μανία (B), ,
A = μανότης, An.Ox.2.393.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μανία — μανίᾱ , μανία madness fem nom/voc/acc dual μανίᾱ , μανία madness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) μανίον neut nom/voc/acc pl μανίᾱ , μανιάω to be mad pres imperat act 2nd sg μανίᾱ , μανιάω to be mad imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μανία — Μανίᾱ , Μανίη fem nom/voc/acc dual Μανίᾱ , Μανίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μανίᾳ — Μανίᾱͅ , Μανίη fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μανία — (mania). Όρος ο οποίος έχει χρησιμοποιηθεί κατά το παρελθόν για διάφορους τύπους συμπεριφοράς και πνευματικών διαταραχών και διατηρείται στην καθημερινή γλώσσα. Στην ψυχοπαθολογία ο όρος χρησιμοποιείται για την περιγραφή της διανοητικής… …   Dictionary of Greek

  • μανία — η 1. τρέλα. 2. (συνεκδοχ.), μεγάλη οργή: Τον έπιασε μανία και με χτύπησε. 3. ενθουσιασμός, έμπνευση: Θεία μανία (η ποιητική έμπνευση). 4. συνήθεια, πάθος για κάτι: Έχει μανία με τους υπολογιστές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μανίᾳ — μανίαι , μανία madness fem nom/voc pl μανίᾱͅ , μανία madness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ή μεϑη μιχρα μανία ἐστὶ. — ή μεϑη μιχρα μανία ἐστὶ. См. Пьяный, что бешеный …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • επιδειξι(ο)μανία — η (ιατρ.), ψυχοπαθολογική κατάσταση, στην οποία ο άρρωστος βγάζει τα ρούχα του ή επιδείχνει τα γεννητικά του όργανα, ο επιδεικτισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μανίας — μανίᾱς , μανία madness fem acc pl μανίᾱς , μανία madness fem gen sg (attic doric aeolic) μανίᾱς , μανιάω to be mad imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μανίαν — μανίᾱν , μανία madness fem acc sg (attic doric aeolic) μανίᾱν , μανιάω to be mad imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) μανίᾱν , μανιάω to be mad imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μανίαι — μανία madness fem nom/voc pl μανίᾱͅ , μανία madness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”